- λιθοβολοῦσα
- λιθοβολέωpelt with stonespres part act fem nom/voc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
побивати — ПОБИВА|ТИ (10), Ю, ѤТЬ гл. 1.Бить, осыпать ударами: и разгнѣвавъшесѧ начаша скрьгьтати зѹбы своими. и камениѥмь побивахуть ѥго. ПрЛ 1282, 107г; мѡиси повелѣ таковы˫а. каменьѥмь побивати. (λιϑοβολεῖσϑαι) МПр XIV2, 41 об.; плоть ихъ повишьше [вм.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
λιθοβολώ — (AM λιθοβολῶ, έω) [λιθοβόλος] ρίχνω πέτρες εναντίον κάποιου, πετροβολώ (α. «ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῡσα τοὺς ἀπεσταλμένους», ΚΔ β. «Τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις», ΠΔ.) … Dictionary of Greek